ύσπλαγξ

ύσπλαγξ
-αγγος και -ακος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὕσπληγξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὕσπλαγξ — ὕσπλᾱγξ , ὕσπληγξ snare fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υσπλαγίς — ίδος, ἡ, Α (δωρ. τ.) ὕσπληγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσπληξ, ηγος (πρβλ. δωρ. τ. ὕσπλαγξ) + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ύσπληγξ — ηγγος, ἡ και σπάν. ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὕσπλαγξ, αγγος και ακος, και ὕσπληξ, ηγος, Α χοιροστάσιο αρχ. 1. οριζόντια τεντωμένο σχοινί στην αρχή τού σταδίου, το οποίο έπεφτε κατά την εκκίνηση τών αθλητών 2. όριο 3. σχοινί άγκυρας 4. συνεκδ. άγκυρα 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”